εικαιότης

εικαιότης
εἰκαιότης, η (Α) [εικαῑος]
η είκαιοσύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εἰκαιότης — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαιότητα — εἰκαιότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαιότητος — εἰκαιότης fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεικαιότης — ἀνεικαιότης, η (Α) διάκριση, φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εικαιότης < εικαίος «απερίσκεπτος, απρόσεκτος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”